- αυτοεξυπηρετούμαι
- 1. παίρνω ψώνια ή φαγητό χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων του καταστήματος2. μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου (στο φαγητό, στην ατομική καθαριότητα κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοεξυπηρετούμαι — αυτοεξυπηρετούμαι, αυτοεξυπηρετήθηκα βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής